- αγκίδα
- η , αγκίδι τό1) заноза; колючка, шип;
μου μπήκε μιά αγκίδα στο πόδι — я занозил ногу;
2) досада, раздражение;§ μούγινε αγκίδα — он мне надоел
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μου μπήκε μιά αγκίδα στο πόδι — я занозил ногу;
§ μούγινε αγκίδα — он мне надоел
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγκίδα — η 1. μύτη ξύλου: Μου μπήκε μια αγκίδα στο δάχτυλο. 2. ενόχληση: Αρκετόν καιρό τώρα έχω αυτή την αγκίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκίδα — και γκίδα, η 1. μικρό βελονοειδές τμήμα ξύλου, σχίζα, σκλήθρα 2. αγκάθι 3. διαβολή, ραδιουργία 4. αυτό που τρυπά, στενοχωρεί την ψυχή (στενοχώρια, έρωτας κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκίς. Η τροπή τού κ σε γκ με επίδραση από τα αγκίστρι, αγκύλη κ.ά … Dictionary of Greek
αγκιδούλα — η [αγκίδα] μικρή αγκίδα … Dictionary of Greek
ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek
αγκίδι — το [ἀκίδιον] η αγκίδα* … Dictionary of Greek
αγκύλι — το οξύ και βελονοειδές αγκάθι, αγκίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ἀγκύλιον, υποκορ. τού αρχ. ἀγκύλη] … Dictionary of Greek
καλάμιον — καλάμιον, τὸ (Α) [κάλαμος] 1. (υποκορ. τού κάλαμος) μικρό καλάμι, καλαμάκι 2. εργαλείο για τη διακόσμηση τών μαλλιών 3. το πρόσθιο οστό τής κνήμης, αλλ. αντικνήμιον, αντικνήμι 4. σχίζα, απόσχισμα ξύλου, αγκίδα 5. (στο Βυζάντιο, κατά τον 4ο αιώνα) … Dictionary of Greek
κεντρί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 848 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, 34 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί)… … Dictionary of Greek
σκόλαπος — ὁ, Α [σκόλοψ] αγκίδα … Dictionary of Greek